- Ἀστραῖος
- Ἀστραῖοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστραίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Τιτάνας που έλαβε μέρος στην μάχη εναντίον του Δία και νυμφεύτηκε την Ηώ, από την οποία απέκτησε τον Ζέφυρο, τον Βορέα, τον Νότο και την Αστραία. * * * ἀστραῑος, αία, ον (Α) [άστρον] 1. ο έναστρος, ο γεμάτος άστρα 2. αυτός που … Dictionary of Greek
ἀστραίων — ἀστραῖος starry fem gen pl ἀστραῖος starry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄστραιον — ἀστραῖος starry masc acc sg ἀστραῖος starry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστραῖον — Ἀστραῖος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραίαις — ἀστραῖος starry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραίη — ἀστραῖος starry fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραίην — ἀστραῖος starry fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραίης — ἀστραῖος starry fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστραίοιο — Ἀστραῖος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραίοιο — ἀστραῖος starry masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)